οἰκοφύλαξ
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | οἰκοφύλαξ | οἰκοφύλακε | οἰκοφύλακες |
Γενική | οἰκοφύλακος | οἰκοφυλάκοιν | οἰκοφυλάκων |
Δοτική | οἰκοφύλακι | οἰκοφυλάκοιν | οἰκοφύλαξι(ν) |
Αιτιατική | οἰκοφύλακα | οἰκοφύλακε | οἰκοφύλακας |
Κλητική | οἰκοφύλαξ | οἰκοφύλακε | οἰκοφύλακες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οἰκοφύλαξ αρσενικό
- εκείνος που φυλάσσει τον οίκο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- οἰκουρός, ός, όν