Δείτε επίσης: ἀναδεύω

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αναδεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀναδεύω[1] < ἀνά (ανα-) + δεύω (υγραίνω, αναμειγνύω), αγνώστου ετύμου[2]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naˈðe.vo/

  ΡήμαΕπεξεργασία

αναδεύω, αόρ.: ανάδεψα/ανάδευσα, παθ.φωνή: αναδεύομαι, π.αόρ.: αναδεύτηκα/αναδεύθηκα, μτχ.π.π.: αναδευμένος

  1. (μεταβατικό) ανακατεύω ένα υγρό μείγμα, με κάποιο εργαλείο ή ανακινώντας το ελαφρά, για να αναμειχθούν καλύτερα τα συστατικά του
  2. (μεταβατικό) κινώ ελαφρά κάτι
  3. (αμετάβατο) κινούμαι ο ίδιος ελαφρά

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. αναδεύω Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.