Δείτε επίσης: ἀναδεύομαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naˈðe.vo.me/
ομόηχο: αναδεύομε

  Ρήμα επεξεργασία

αναδεύομαι, π.αόρ.: αναδεύτηκα/αναδεύθηκα, μτχ.π.π.: αναδευμένος, (ενεργ.: αναδεύω)