ανάδευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάδευση | οι | αναδεύσεις |
γενική | της | ανάδευσης* | των | αναδεύσεων |
αιτιατική | την | ανάδευση | τις | αναδεύσεις |
κλητική | ανάδευση | αναδεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανάδευση θηλυκό
- η πράξη και το αποτέλεσμα του « αναδεύω »
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αναδεύω
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάδευση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανάδευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας