Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάδευση οι αναδεύσεις
      γενική της ανάδευσης* των αναδεύσεων
    αιτιατική την ανάδευση τις αναδεύσεις
     κλητική ανάδευση αναδεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάδευση < λόγιο αναδεύ(ω) + -σις[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανάδευση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Αναφορές επεξεργασία