οὖρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | οὖρον | τὰ | οὖρᾰ |
γενική | τοῦ | οὔρου | τῶν | οὔρων |
δοτική | τῷ | οὔρῳ | τοῖς | οὔροις |
αιτιατική | τὸ | οὖρον | τὰ | οὖρᾰ |
κλητική ὦ! | οὖρον | οὖρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οὔρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οὔροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- οὖρον < πρωτοελληνική *eworhon < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂worsom < *h₂wers- (βρέχω, στάζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοὖρον, -ου ουδέτερο
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοὖρον, -ου ουδέτερο
- άλλη μορφή του ὅρος: σύνορο, όριο
Ετυμολογία 3
επεξεργασία- οὖρον: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαοὖρον αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- οὖρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οὖρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.