Δείτε επίσης: οὖρος, ούρο

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ οὖρον τὰ οὖρ
      γενική τοῦ οὔρου τῶν οὔρων
      δοτική τῷ οὔρ τοῖς οὔροις
    αιτιατική τὸ οὖρον τὰ οὖρ
     κλητική ! οὖρον οὖρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οὔρω
γεν-δοτ τοῖν  οὔροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

οὖρον < πρωτοελληνική *eworhon < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂worsom < *h₂wers- (βρέχω, στάζω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οὖρον, -ου ουδέτερο

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

οὖρον < άγνωστης ετυμολογίας → δείτε  οὖρος < ὄρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οὖρον, -ου ουδέτερο

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

οὖρον: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

οὖρον αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία