ούρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ούρο | τα | ούρα |
γενική | του | ούρου | των | ούρων |
αιτιατική | το | ούρο | τα | ούρα |
κλητική | ούρο | ούρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ούρο < αρχαία ελληνική οὖρον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈu.ro/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ού‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαούρο ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό) σωματικό υγρό που εκκρίνεται από τα νεφρά και αποβάλλεται από την ουρήθρα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ουραιμία
- ουραιμικός
- ουρία
- ουρικός
- ουρήθρα
- ούρηση
- ουρητήρας
- ουρητήριο
- ουροανάλυση
- ουρογεννητικός
- ουροδοχείο
- ουροδόχος
- ουρολόγος, ουρολογία, ουρολογικός
- ουρολοίμωξη
- ουροποιητικός
- ουροφόρος
- ουρώ
- → δείτε τη λέξη κατουρώ