↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ούρο τα ούρα
      γενική του ούρου των ούρων
    αιτιατική το ούρο τα ούρα
     κλητική ούρο ούρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ούρο < αρχαία ελληνική οὖρον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈu.ro/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ού‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ούρο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία