ουραιμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ουραιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική urémie[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική uremia[1] < αρχαία ελληνική οὖρον + αἷμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /u.reˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ραι‐μί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαουραιμία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- ουραιμικός
- → δείτε τις λέξεις ούρο και αίμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 ουραιμία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)