ουρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουρία | οι | ουρίες |
γενική | της | ουρίας | των | ουριών |
αιτιατική | την | ουρία | τις | ουρίες |
κλητική | ουρία | ουρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουρία < (άμεσο δάνειο) γαλλική urée < urine < λατινική urina < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wers- (βρέχω, στάζω)
- (μαρτυρείται από το 1849)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /uˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουρία θηλυκό
- (χημεία) αζωτούχος κρυσταλλική ανθρακική ουσία που περιέχεται στα ούρα (και αλλού: αίμα, χολή κ.λπ.), αλλά χρησιμοποιείται και στην παρασκευή λιπασμάτων κ.ά.
Συγγενικά επεξεργασία
- αιματουρία
- αιμοσφαιρινουρία
- ανουρία
- αουρία
- δυσουρία
- ισχουρία
- πυουρία
- συχνουρία / συχνοουρία
- → δείτε τη λέξη ούρο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ουρία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ουρία