αουρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αουρία | οι | αουρίες |
γενική | της | αουρίας | των | αουριών |
αιτιατική | την | αουρία | τις | αουρίες |
κλητική | αουρία | αουρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αουρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anurie < αρχαία ελληνική οὖρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίααουρία θηλυκό