ούρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ούρηση | οι | ουρήσεις |
γενική | της | ούρησης* | των | ουρήσεων |
αιτιατική | την | ούρηση | τις | ουρήσεις |
κλητική | ούρηση | ουρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ουρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ούρηση < αρχαία ελληνική οὔρησις
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ούρηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ουρώ