Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ουρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ουρώ
  2. θα ουρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ουρώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ουρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ούρηση