ουρήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαουρήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ουρώ
- θα ουρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ουρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαουρήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ούρηση