ανουρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανουρία | οι | ανουρίες |
γενική | της | ανουρίας | των | ανουριών |
αιτιατική | την | ανουρία | τις | ανουρίες |
κλητική | ανουρία | ανουρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανουρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anurie < αρχαία ελληνική οὖρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανουρία θηλυκό