συχνουρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συχνουρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sychnurie < αρχαία ελληνική συχνός + οὖρον. Μορφολογικά αναλύεται σε συχν(ός) + -ουρία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συχνουρία θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συχνουρία