πολυουρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυουρία < πολυ- + ουρία
- πολυουρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyurea < αρχαία ελληνική πολύς + γαλλική urée < αρχαία ελληνική οὖρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυουρία θηλυκό
- (ιατρική) η κατάσταση κάποιου που ουρεί συχνά αλλά με φυσιολογική ποσότητα ούρων κάθε φορά
- (χημεία) πολυμερές υλικό που χρησιμοποιείται σε μονώσεις