Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δυσουρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δυσουρί
α
οι
δυσουρί
ες
γενική
της
δυσουρί
ας
των
δυσουρι
ών
αιτιατική
τη
δυσουρί
α
τις
δυσουρί
ες
κλητική
δυσουρί
α
δυσουρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δυσουρία
<
αρχαία ελληνική
δυσουρία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δυσουρία
θηλυκό
(
ιατρική
) η
δυσκολία
που έχει κάποιος στην
ούρηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυσουρία
αρχαία ελληνική
:
δυσουρία
μεσαιωνική ελληνική
:
δυσουρία
αγγλικά
:
dysuria
(en)