Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισχουρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ισχουρί
α
οι
ισχουρί
ες
γενική
της
ισχουρί
ας
των
ισχουρι
ών
αιτιατική
την
ισχουρί
α
τις
ισχουρί
ες
κλητική
ισχουρί
α
ισχουρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ισχουρία
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἰσχουρία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ισχουρία
θηλυκό
(
ιατρική
) η
δυσκολία
ή η
απόλυτη
αδυναμία
να
ουρήσει
κάποιος
εκούσια
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ανουρία
αουρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ισχουρία