πυουρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυουρία | οι | πυουρίες |
γενική | της | πυουρίας | των | πυουριών |
αιτιατική | την | πυουρία | τις | πυουρίες |
κλητική | πυουρία | πυουρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυουρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyurie < αρχαία ελληνική πύον + οὖρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυουρία θηλυκό