αιμοσφαιρινουρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιμοσφαιρινουρία < αιμοσφαιρίνη + -ουρία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιμοσφαιρινουρία θηλυκό
- (ιατρική) η παρουσία αιμοσφαιρίνης στα ούρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιμοσφαιρινουρία