αιμοσφαιρίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιμοσφαιρίνη < αίμα + σφαίρ(α) + -ίνη, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hémoglobine[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.mo.sfeˈɾi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μο‐σφαι‐ρί‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααιμοσφαιρίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) πρωτεΐνη που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αιμοσφαιρίνη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αιμοσφαιρίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας