ουραιμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ουραιμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική urémique[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική uremic[1] < αρχαία ελληνική οὖρον + αἷμα
Επίθετο
επεξεργασίαουραιμικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 ουραιμικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)