ουρολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ουρολόγος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ουρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- ουρολογία
- ουρολογικός
- → και δείτε τη λέξη ούρα