ουρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ουρικός | η | ουρική | το | ουρικό |
γενική | του | ουρικού | της | ουρικής | του | ουρικού |
αιτιατική | τον | ουρικό | την | ουρική | το | ουρικό |
κλητική | ουρικέ | ουρική | ουρικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ουρικοί | οι | ουρικές | τα | ουρικά |
γενική | των | ουρικών | των | ουρικών | των | ουρικών |
αιτιατική | τους | ουρικούς | τις | ουρικές | τα | ουρικά |
κλητική | ουρικοί | ουρικές | ουρικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαουρικός
- σχετικός με τα ούρα