ουρητήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουρητήρας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οὐρητήρ (από την αιτιατική τὸν οὐρητῆρα) με σημασία: ουρήθρα[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /u.ɾiˈti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρη‐τή‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουρητήρας αρσενικό
- (ανατομία) ένας από τους δύο σωλήνες μαλακών μυϊκών ινών που συνδέουν τον νεφρό με την ουροδόχο κύστη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στενός αγωγός/σωλήνας που μεταφέρει ουρά από το νεφρό στην ουροδόχο κύστη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ουρητήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας