Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουροφόρος η ουροφόρος
ουροφόρα
το ουροφόρο
      γενική του ουροφόρου της ουροφόρου
ουροφόρας
του ουροφόρου
    αιτιατική τον ουροφόρο την ουροφόρο
ουροφόρα
το ουροφόρο
     κλητική ουροφόρε ουροφόρε
ουροφόρα
ουροφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουροφόροι οι ουροφόροι
ουροφόρες
τα ουροφόρα
      γενική των ουροφόρων των ουροφόρων των ουροφόρων
    αιτιατική τους ουροφόρους τις ουροφόρους
ουροφόρες
τα ουροφόρα
     κλητική ουροφόροι ουροφόροι
ουροφόρες
ουροφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουροφόρος < ούρ(ο) + -ο- + -φόρος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική urinifère[1] [2])

  Επίθετο επεξεργασία

ουροφόρος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ουροφόροςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ουροφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας