• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

διοχετεύω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διοχετεύω < αρχαία ελληνική διοχετεύω < διά + ὀχετεύω < ὀχετός < ὀχέω < ὄχος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.o.çeˈte.vo/

  ΡήμαΕπεξεργασία

διοχετεύω (παθητική φωνή: διοχετεύομαι)

  1. μεταφέρω κάποιο υγρό (ή και κάτι άλλο: π.χ. ηλεκτρικό ρεύμα) και το κατευθύνω μέσω σωληνώσεων, αγωγών ή καναλιών προς κάπου
  2. μεταφέρω κάποιο προϊόν και με το κατάλληλο δίκτυο και οργάνωση το διανέμω όπου πρέπει
  3. (μεταφορικά) μεταφέρω ή διαδίδω μια είδηση, πληροφορία κ.λπ.

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • διοχέτευση
  • → δείτε τις λέξεις διά και οχετός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    διοχετεύω
  • αγγλικά : channel (en), pipe (en), conduct (en), convey (en)
  • γαλλικά : acheminer (fr), diffuser (fr), dispatcher (fr)
  • ρουμανικά : canaliza (ro)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διοχετεύω&oldid=4995201"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Φεβρουαρίου 2021, στις 04:42

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Φεβρουαρίου 2021, στις 04:42.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie