Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀχέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weǵʰ-. Δεν σχετίζεται με το ὀχεύω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ρήμα επεξεργασία

ὀχέω / ὀχῶ

  1. συγκρατώ, υπομένω, βαστάζω, υποβαστάζω, συντηρώ
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 619 (618-619)
    ἆ δείλ᾽, ἦ τινὰ καὶ σὺ κακὸν μόρον ἡγῃλάζεις, | ὅν περ ἐγὼν ὀχέεσκον ὑπ᾽ αὐγὰς ἠελίοιο.
    ω δύσμοιρε, σέρνεις κι εσύ μοίρα κακή επάνω σου, | όπως κι εγώ την έζησα βαριά, όσο με φώτιζε ακόμη ο ήλιος.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. μεταφέρω
  3. συνεχίζω να κάνω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 297 (296-297)
    οὐδέ τί σε χρὴ | νηπιάας ὀχέειν, ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσί.
    δεν πρέπει αλήθεια σαν μωρό παιδί να φέρεσαι, | αφού δεν είσαι πια κανένα παιδαρέλι.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  4. ανεβάζω κάποιον σε άλογο για να ιππεύσει
  5. συντηρώ
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 143
    φρουρὰν ἄζηλον ὀχήσω.
    φρουρά αζήλευτη θενα φυλάξω!
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
  6. μεσοπαθητική φωνή:
    1. (για πλοίο) αγκυροβολώ
    2. αναθέτω τη μεταφορά μου, μεταφέρομαι ή υποβαστάζομαι
      ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 731
      αἳ δή τοι τάχα νηυσὶν ὀχήσονται γλαφυρῇσι,
      που γρήγορα στα πλοία τους θενά μας ρίξουν όλες
      Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    3. οδηγώ, ιππεύω, πλέω
      ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Λύσις, 208a
      ἢν ἐπιθυμήσῃς ἐπί τινος τῶν τοῦ πατρὸς ἁρμάτων ὀχεῖσθαι λαβὼν τὰς ἡνίας, ὅταν ἁμιλλᾶται, οὐκ ἂν ἐῷέν σε ἀλλὰ διακωλύοιεν;
      Αν θελήσεις να ανεβείς σε κάποιο άρμα του πατέρα σου και να κρατήσεις τα χαλινάρια την ώρα του αγώνα, δεν θα σε αφήσουν;
      Μετάφραση (1981): Νίκος Μ. Σκουτερόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα. @greek‑language.gr
    4. (μεταφορικά) στηρίζομαι, επιπλέω
      ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1244
      λεπτή τις ἐλπίς ἐστ᾽ ἐφ᾽ ἧς ὀχούμεθα.
      Σ᾽ ελπίδα τόση δα φτενή πλέω πάν᾽ απ᾽ το κύμα.
      Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
      Υπάρχει μια ελάχιστη ελπίδα πάνω στην οποία να στηριχθούμε.
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
      ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ὀρέστης, στίχ. 69 (67-70)
      Βλέπω δὲ πᾶσαν εἰς ὁδόν, πότ' ὄψομαι | Μενέλαον ἥκονθ'· ὡς τά γ' ἄλλ' ἐπ' ἀσθενοῦς | ῥώμης ὀχούμεθ', ἤν τι μὴ κείνου πάρα | σωθῶμεν.
      Μα προς το δρόμο όλο θωρώ, το Μενέλαο καρτερώντας | πότε θα ιδώ νάρχεται· γιατί λίγη από τάλλα | έχουμ' ελπίδα, αν απ' αυτόν δεν ήθελε σωθούμε.
      Μετάφραση (2012): Ηλίας Βουτιερίδης
      Μα βλέπω όλο το δρόμο, πότε θα δω το Μενέλαο να 'ρχεται· γιατί από τα άλλα ελάχιστη ελπίδα έχουμε να στηριχθούμε, αν απ' αυτόν δεν σωθούμε.
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → και δείτε τη λέξη ὄχος
  • πιθανή συγγένεια με το ὄχλος

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία