↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀχετός οἱ ὀχετοί
      γενική τοῦ ὀχετοῦ τῶν ὀχετῶν
      δοτική τῷ ὀχετ τοῖς ὀχετοῖς
    αιτιατική τὸν ὀχετόν τοὺς ὀχετούς
     κλητική ! ὀχετέ ὀχετοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀχετώ
γεν-δοτ τοῖν  ὀχετοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀχετός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀχετός, -οῦ αρσενικό

  1. σωλήνας μεταφοράς και διοχέτευσης του νερού
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 9.3
    ἀπὸ τούτου δὴ ὦν τοῦ ποταμοῦ λέγεται τὸν βασιλέα τῶν Ἀραβίων, ῥαψάμενον ὠμοβοέων καὶ ἄλλων δερμάτων ὀχετὸν μήκεϊ ἐξικνεύμενον ἐς τὴν ἄνυδρον, ἀγαγεῖν διὰ δὴ τούτου τὸ ὕδωρ, ἐν δὲ τῇ ἀνύδρῳ μεγάλας δεξαμενὰς ὀρύξασθαι, ἵνα δεκομεναι τὸ ὕδωρ σῴζωσι.
    και απ᾽ αυτό το ποτάμι λένε ότι έφερε το νερό ο βασιλιάς των Αράβων μ᾽ έναν αγωγό που τον έραψε από ακατέργαστα δέρματα βοδιών και άλλα και με μάκρος που έφτανε ώς την άνυδρη περιοχή, όπου στην άνυδρη περιοχή έσκαψε μεγάλες δεξαμενές για να δέχονται το νερό και να το κρατάνε.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 100.1
    οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τούς τε ὀχετοὺς αὐτῶν, οἳ ἐς τὴν πόλιν ὑπονομηδὸν ποτοῦ ὕδατος ἠγμένοι ἦσαν, διέφθειραν,
    Οι Αθηναίοι κατέστρεψαν τις υπόγειες σωληνώσεις που είχαν τοποθετηθεί για να φέρνουν πόσιμο νερό στην πολιτεία.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  2. τάφρος, αυλάκι, αγωγός υδάτων
  3. (στον πληθ.) ρυάκια, χείμαρροι
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 5. Ψαύμιδι Καμαριναίῳ άπήνῃ, 12 (5.12)
    καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατόν,
    και τα ιερά κανάλια του Ίππαρη, που υδρεύει τους ανθρώπους
    Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 767
    Σιμουντίοις ὀχετοῖς,
    προς του Σιμόεντα το ρέμα
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  4. (μεταφορικά) βάραθρο
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 10 (11). Ἁγησιδἀμῳ Λοκρῷ Ἐπιζεφυρίῳ παιδὶ πύκτῃ, 37 (10.35-10.38)
    Ἐπειῶν βασιλεὺς ὄπιθεν | οὐ πολλὸν ἴδε πατρίδα πολυ-| κτέανον ὑπὸ στερεῷ πυρί | πλαγαῖς τε σιδάρου βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας | ἵζοισαν ἑὰν πόλιν.
    κι ο βασιλιάς των Επειών που τους φίλους του εξαπατούσε | είδε την πλούσια πατρίδα του και τη γενέθλια πόλη | δια πυρός και σιδήρου | μες στο βαθύ το βάραθρο της συμφοράς | να βουλιάζει.
    Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
  5. (μεταφορικά) έμμεσος τρόπος διαφυγής από μια κατάσταση, μέσο διαφυγής
  6. (ανατομία) η τραχεία και οι κλάδοι της που οδηγούν στους πνεύμονες, οι αρτηρίες, που κυκλοφορεί το αίμα, οι αγωγοί του γαστρεντερικού και του ουροποιητικού συστήματος
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἀνατομῆς, (De anatomia), 1, @scaife.perseus
    Νεφροὶ δὲ ὁμοιορυσμοὶ, τὴν χροιὴν δὲ ἐναλίγκιοι μήλοισιν· ἀπὸ δὲ τουτέων ὀχετοὶ σκαληνοειδέες ἄκρην κορυφὴν κύστιος κεῖνται.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων γενέσεως 2.7, 746a @scaife.perseus
    πεφύκασι γὰρ τὰ ζῷα ἐκ τοῦ ὀμφαλοῦ, ὁ δ’ ὀμφαλὸς ἐκ τῆς φλεβὸς ἐφεξῆς ἀλλήλοις, ὡσπερανεὶ παρ’ ὀχετὸν τὴν φλέβα ῥέουσαν· περὶ δὲ ἕκαστον τῶν ἐμβρύων οἷ θ’ ὑμένες καὶ τὸ χόριόν ἐστιν.
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De motu musculorum, 1.1.366, p. 372 @scaife.perseus
    οὗτοι μὲν οὖν οἱ ὀχετοὶ τὴν ἀρχὴν ἀπὸ καρδίας καὶ ἥπατος ἔχοντες, τὸ σῶμα τῶν μυῶν ἄρδουσι, καὶ διὰ τούτους οὐκέτι χώρα τις ἁπλῶς, ἀλλ’ οἷον φυτὸν ὁ μῦς γίνεται, διὰ δὲ τὸν τρίτον ὀχετὸν τὸν ἀπὸ τῆς μεγάλης ἀρχῆς οὐ φυτὸν, ἀλλ’ ἤδη κρεῖττον φυτοῦ, προσλαβὼν αἴσθησίν τε καὶ κίνησιν τὴν καθ’ ὁρμὴν, οἷς τὸ ζῶον τοῦ μὴ ζώου διαφέρει.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ὀχέω