Δείτε επίσης: παροχέτευσης, παροχετεύσεις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παροχέτευσῐς αἱ παροχετεύσεις
      γενική τῆς παροχετεύσεως τῶν παροχετεύσεων
      δοτική τῇ παροχετεύσει ταῖς παροχετεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παροχέτευσῐν τὰς παροχετεύσεις
     κλητική ! παροχέτευσῐ παροχετεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παροχετεύσει
γεν-δοτ τοῖν  παροχετευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παροχέτευσις < παροχετεύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παροχέτευσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία