παροχετεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παροχετεύω < αρχαία ελληνική παροχετεύω < παρά + ὀχετεύω
Ρήμα
επεξεργασίαπαροχετεύω
- αλλάζω σκόπιμα την πορεία ενός υγρού που ρέει, δινοντάς της την επιθυμητή κατεύθυνση
Συγγενικά
επεξεργασία- παροχέτευση
- παροχετευτικός
- παροχετευτικότητα
- → δείτε τις λέξεις οχετός και έχω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παροχετεύω | παροχέτευα | θα παροχετεύω | να παροχετεύω | παροχετεύοντας | |
β' ενικ. | παροχετεύεις | παροχέτευες | θα παροχετεύεις | να παροχετεύεις | παροχέτευε | |
γ' ενικ. | παροχετεύει | παροχέτευε | θα παροχετεύει | να παροχετεύει | ||
α' πληθ. | παροχετεύουμε | παροχετεύαμε | θα παροχετεύουμε | να παροχετεύουμε | ||
β' πληθ. | παροχετεύετε | παροχετεύατε | θα παροχετεύετε | να παροχετεύετε | παροχετεύετε | |
γ' πληθ. | παροχετεύουν(ε) | παροχέτευαν παροχετεύαν(ε) |
θα παροχετεύουν(ε) | να παροχετεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παροχέτευσα | θα παροχετεύσω | να παροχετεύσω | παροχετεύσει | ||
β' ενικ. | παροχέτευσες | θα παροχετεύσεις | να παροχετεύσεις | παροχέτευσε | ||
γ' ενικ. | παροχέτευσε | θα παροχετεύσει | να παροχετεύσει | |||
α' πληθ. | παροχετεύσαμε | θα παροχετεύσουμε | να παροχετεύσουμε | |||
β' πληθ. | παροχετεύσατε | θα παροχετεύσετε | να παροχετεύσετε | παροχετεύστε | ||
γ' πληθ. | παροχέτευσαν παροχετεύσαν(ε) |
θα παροχετεύσουν(ε) | να παροχετεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παροχετεύσει | είχα παροχετεύσει | θα έχω παροχετεύσει | να έχω παροχετεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις παροχετεύσει | είχες παροχετεύσει | θα έχεις παροχετεύσει | να έχεις παροχετεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει παροχετεύσει | είχε παροχετεύσει | θα έχει παροχετεύσει | να έχει παροχετεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παροχετεύσει | είχαμε παροχετεύσει | θα έχουμε παροχετεύσει | να έχουμε παροχετεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε παροχετεύσει | είχατε παροχετεύσει | θα έχετε παροχετεύσει | να έχετε παροχετεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παροχετεύσει | είχαν παροχετεύσει | θα έχουν παροχετεύσει | να έχουν παροχετεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παροχετεύω
|