Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παροχέτευση οι παροχετεύσεις
      γενική της παροχέτευσης* των παροχετεύσεων
    αιτιατική την παροχέτευση τις παροχετεύσεις
     κλητική παροχέτευση παροχετεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παροχετεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παροχέτευση < αρχαία ελληνική παροχέτευσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παροχέτευση θηλυκό

  1. η διοχέτευση μιας ροής σε άλλη κατεύθυνση
  2. (ιατρική) η αφαίρεση παθολογικού υγρού από περιοχές του σώματος στις οποίες κάτω από φυσιολογικές συνθήκες δεν υπάρχει
    • ο σωλήνας που απομακρύνει το παθολογικό υγρό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία