παροχετεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαροχετεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παροχετεύω
- θα παροχετεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παροχετεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπαροχετεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παροχέτευση