Δείτε επίσης: παροχέτευσης, παροχέτευσις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παροχετεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παροχετεύω
  2. θα παροχετεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παροχετεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

παροχετεύσεις θηλυκό