Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

παροχετεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παροχετεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παροχετεύω
  3. θα παροχετεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παροχετεύω