Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τάφρος οι τάφροι
      γενική της τάφρου των τάφρων
    αιτιατική την τάφρο τις τάφρους
     κλητική τάφρε τάφροι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τάφρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τάφρος [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈta.fɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τά‐φρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τάφρος θηλυκό (ή και αρσενικό)

  1. μεγάλο χαντάκι, άνοιγμα
  2. (γεωλογία) θαλάσσιo ρήγμα μεγαλύτερου βάθους από 7 χιλιάδες μέτρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τάφρος αἱ τάφροι
      γενική τῆς τάφρου τῶν τάφρων
      δοτική τῇ τάφρ ταῖς τάφροις
    αιτιατική τὴν τάφρον τὰς τάφρους
     κλητική ! τάφρε τάφροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τάφρω
γεν-δοτ τοῖν  τάφροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τάφρος < θάπτω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τάφρος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία