ενικός         πληθυντικός  
channel channels

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtʃænəl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

channel (en)

  1. (μετρήσιμο) το κανάλι, τηλεοπτικός σταθμός
    ⮡  state/private/satellite channel - κρατικό/ιδιωτικό/δορυφορικό κανάλι
    ⮡  Which TV channel plays only music?
    Ποιο κανάλι τηλεόρασης παίζει μόνο μουσική;
    ⮡  Which channel will show the soccer match?
    Ποιο κανάλι θα δείξει τον ποδοσφαιρικό αγώνα;
  2. (μετρήσιμο) το κανάλι, ζώνη συχνότητας για τη μετάδοση ραδιοτηλεοπτικού σήματος
    ⮡  I don’t get all the channels in the village.
    Στο χωριό δεν πιάνω όλα τα κανάλια.
  3. (μετρήσιμο) το κανάλι, μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται επικοινωνία και επαφή
    ⮡  Rumors which pass through channels of disinformation.
    Φήμες που περνούν μέσα από τα κανάλια της παραπληροφόρησης.
    ⮡  A channel of communication must be found between the new and mature generation.
    Πρέπει να βρεθεί ένα κανάλι επικοινωνίας ανάμεσα στη νέα και στην ώριμη γενιά.
  4. (μετρήσιμο) το κανάλι, μέσο με το οποίο μεταδίδονται σήματα, πληροφορίες από τον πομπό στον δέκτη
    ⮡  data input-output channel - κανάλι εισόδου-εξόδου δεδομένων
  5. (μετρήσιμο) το κανάλι, ένα πέρασμα από το οποίο μπορεί να ρέει νερό, ειδικά στο έδαφος, στον πυθμένα ενός ποταμού κτλ.
    ⮡  He gets water from the channel to water his fields.
    Παίρνει νερό από το κανάλι για να ποτίσει τα χωράφια του.
     συνώνυμα: canal
  6. (μετρήσιμο) το κανάλι, ένα βαθύ πέρασμα νερού σε ένα ποτάμι ή κοντά στην ακτή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαδρομή για τα πλοία
     συνώνυμα: canal
  7. (μόνο στον ενικό) the Channel, η Μάγχη
     συνώνυμα: the English Channel

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • channel στην αγγλική Βικιπαίδεια