Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ουροποιητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ουροποιητικ
ός
η
ουροποιητικ
ή
το
ουροποιητικ
ό
γενική
του
ουροποιητικ
ού
της
ουροποιητικ
ής
του
ουροποιητικ
ού
αιτιατική
τον
ουροποιητικ
ό
την
ουροποιητικ
ή
το
ουροποιητικ
ό
κλητική
ουροποιητικ
έ
ουροποιητικ
ή
ουροποιητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ουροποιητικ
οί
οι
ουροποιητικ
ές
τα
ουροποιητικ
ά
γενική
των
ουροποιητικ
ών
των
ουροποιητικ
ών
των
ουροποιητικ
ών
αιτιατική
τους
ουροποιητικ
ούς
τις
ουροποιητικ
ές
τα
ουροποιητικ
ά
κλητική
ουροποιητικ
οί
ουροποιητικ
ές
ουροποιητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ουροποιητικός
<
ουροποίηση
+
-τικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
u.ɾo.pi.i.tiˈkos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
ου
‐
ρο
‐
ποι
‐
η
‐
τι
‐
κός
Επίθετο
επεξεργασία
ουροποιητικός
που αναφέρεται στην
ουροποίηση
ή την
απέκκριση
των
ούρων
από τον
οργανισμό
⮡
ουροποιητικό
σύστημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ουροποιητικός
αγγλικά
:
urinary
(en)
γαλλικά
:
urinaire
(fr)