ουροποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουροποίηση | οι | ουροποιήσεις |
γενική | της | ουροποίησης* | των | ουροποιήσεων |
αιτιατική | την | ουροποίηση | τις | ουροποιήσεις |
κλητική | ουροποίηση | ουροποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ουροποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαουροποίηση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ουροποίηση
|