• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κάτουρο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάτουρο τα κάτουρα
      γενική του κάτουρου των κάτουρων
    αιτιατική το κάτουρο τα κάτουρα
     κλητική κάτουρο κάτουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κάτουρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάτουρον < κατουρῶ (αναδρομικός σχηματισμός)

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈka.tu.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐του‐ρο
τονικό παρώνυμο: κατουρώ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάτουρο ουδέτερο

  1. τα ούρα
  2. (οικείο, για νερό ή μπίρα) πολύ ζεστός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κάτουρο
  • γαλλικά : urine (fr), pisse (fr), pipi (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κάτουρο&oldid=5482470"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 02:53

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 02:53.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας