Δείτε επίσης: κατουρῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατουρώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατουρῶ → και δείτε τη λέξη κατουράω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.tuˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐του‐ρώ
τονικό παρώνυμο: κάτουρο

  Ρήμα επεξεργασία

κατουρώ

  • λογιότερη μορφή του κατουράω → δείτε και την κλίση 

  Μεταφράσεις επεξεργασία