Ετυμολογία

επεξεργασία
pisse < pisser

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pisse pisses

pisse (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία