chaude-pisse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chaude-pisse | chaudes-pisses |
chaude-pisse (fr) θηλυκό
- (οικείο) η βλεννορραγία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chaude-pisse | chaudes-pisses |
chaude-pisse (fr) θηλυκό