Ετυμολογία

επεξεργασία
chtouille < τροποποίηση του jetouille < jeter

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chtouille chtouilles

chtouille (fr) θηλυκό

  1. (αργκό) βλεννορραγία
     συνώνυμα: (οικείο) chaude-pisse
  2. (κατ’ επέκταση) σύφιλη
     συνώνυμα: syphilis