ουρολοίμωξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουρολοίμωξη | οι | ουρολοιμώξεις |
γενική | της | ουρολοίμωξης* | των | ουρολοιμώξεων |
αιτιατική | την | ουρολοίμωξη | τις | ουρολοιμώξεις |
κλητική | ουρολοίμωξη | ουρολοιμώξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ουρολοιμώξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαουρολοίμωξη θηλυκό
- λοίμωξη που πλήττει το ουροποιητικό σύστημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ουρολοίμωξη
|