• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

λοιμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λοιμός οι λοιμοί
      γενική του λοιμού των λοιμών
    αιτιατική τον λοιμό τους λοιμούς
     κλητική λοιμέ λοιμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λοιμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λοιμός (πανούκλα)

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός : λοι‐μός
ομόηχο: λιμός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λοιμός αρσενικό

  • (ιατρική) ονομασία κάθε επιδημίας που προέρχεται από γνωστή ή άγνωστη μολυσματική ασθένεια και συνήθως είναι θανατηφόρα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • λοιμική
  • λοιμικό
  • λοιμικός
  • λοιμογόνος
  • λοιμοκαθαρτήριο
  • λοιμώδης
  • λοίμωξη
  • λοιμωξιολογία
  • λοιμωξιολογικός
  • λοιμωξιολόγος
  • ουρολοίμωξη

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    λοιμός
  • αγγλικά : epidemic (en), pandemic (en), pandemic (en)
  • γαλλικά : peste (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λοιμός&oldid=5718126"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Αυγούστου 2023, στις 13:15

Γλώσσες

    • Deutsch
    • English
    • Eesti
    • Français
    • Ido
    • Lietuvių
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Αυγούστου 2023, στις 13:15. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας