↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λοιμός οι λοιμοί
      γενική του λοιμού των λοιμών
    αιτιατική τον λοιμό τους λοιμούς
     κλητική λοιμέ λοιμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λοιμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λοιμός (πανούκλα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λοι‐μός
ομόηχο: λιμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λοιμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία