λοιμικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λοιμικό | τα | λοιμικά |
γενική | του | λοιμικού | των | λοιμικών |
αιτιατική | το | λοιμικό | τα | λοιμικά |
κλητική | λοιμικό | λοιμικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λοιμικό < αρχαία ελληνική λοιμικόν (λοιμικόν νόσημα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλοιμικό ουδέτερο
- ουσιαστικό από το επίθετο λοιμικός: λοιμοκαθαρτήριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία λοιμικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλοιμικό
- αιτιατική ενικού του λοιμικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του λοιμικός
Συγγενικά
επεξεργασία- Λοιμικό αρχαίος δήμος της Αττικής που πήρε το όνομά του από το λοιμοκαθαρτήριο που υπήρχε εκεί