Λοιμικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Λοιμικό | τα | Λοιμικά |
γενική | του | Λοιμικού | των | Λοιμικών |
αιτιατική | το | Λοιμικό | τα | Λοιμικά |
κλητική | Λοιμικό | Λοιμικά | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λοιμικό < λοιμικό
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.miˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λοι‐μι‐κό
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λοιμικό ουδέτερο