λοιμοκαθαρτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λοιμοκαθαρτήριο < λοιμ(ός) + -ο- + καθαρτήριο
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.mo.ka.θaɾˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λοι‐μο‐κα‐θαρ‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λοιμοκαθαρτήριο ουδέτερο
- ο χώρος κοντά σε λιμάνι για την υποδοχή και προσωρινή απομόνωση των ταξιδιωτών που έφταναν με πλοίο σε περίπτωση που είχε εκδηλωθεί επιδημία
- ※ Από το βιβλίο που της είχε δώσει η προϊσταμένη έμαθε για τα « οσπιτάλια » του 1800 και για το λοιμοκαθαρτήριο που χτίστηκε το 1823 στο ανατολικό άκρο της Αλεξάνδρειας, μπροστά από το φρούριο Σιλσιλέχ (Ευγενία Φακίνου, Έρως, Θέρως, Πόλεμος, εκδ. Καστανιώτη, 2003)