Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λοιμοκαθαρτήριο τα λοιμοκαθαρτήρια
      γενική του λοιμοκαθαρτηρίου
λοιμοκαθαρτήριου
των λοιμοκαθαρτηρίων
    αιτιατική το λοιμοκαθαρτήριο τα λοιμοκαθαρτήρια
     κλητική λοιμοκαθαρτήριο λοιμοκαθαρτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λοιμοκαθαρτήριο < λοιμ(ός) + -ο- + καθαρτήριο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.mo.ka.θaɾˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λοι‐μο‐κα‐θαρ‐τή‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λοιμοκαθαρτήριο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία