λοιμοκαθαρτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λοιμοκαθαρτήριο < λοιμ(ός) + -ο- + καθαρτήριο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.mo.ka.θaɾˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λοι‐μο‐κα‐θαρ‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
λοιμοκαθαρτήριο ουδέτερο
- ο χώρος κοντά σε λιμάνι για την υποδοχή και προσωρινή απομόνωση των ταξιδιωτών που έφταναν με πλοίο σε περίπτωση που είχε εκδηλωθεί επιδημία