καθαρτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθαρτήριο < καθαρτήριος < (ελληνιστική κοινή) καθαρτήριος < αρχαία ελληνική καθαίρω < καθαρός ((μεταφραστικό δάνειο) (ιταλικά) purgatorio)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθαρτήριο ουδέτερο
- (θρησκεία) (καθολική εκκλησία) τόπος όπου καθαίρονται και εξαγνίζονται οι αμαρτωλές ψυχές, πριν περάσουν στον παράδεισο