Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καθαρτήριο τα καθαρτήρια
      γενική του καθαρτηρίου
καθαρτήριου
των καθαρτηρίων
    αιτιατική το καθαρτήριο τα καθαρτήρια
     κλητική καθαρτήριο καθαρτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθαρτήριο < καθαρτήριος < (ελληνιστική κοινήκαθαρτήριος < αρχαία ελληνική καθαίρω < καθαρός ((μεταφραστικό δάνειο) (ιταλικά) purgatorio)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καθαρτήριο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία