πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παράδεισος οι παράδεισοι
      γενική του παραδείσου
& παράδεισου
των παραδείσων
    αιτιατική τον παράδεισο τους παραδείσους
& παράδεισους
     κλητική παράδεισε παράδεισοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράδεισος αρσενικό (& ιδιωματικό θηλυκό)

  1. (θρησκεία) σύμφωνα με μερικές θρησκείες, ο αιώνιος τόπος γαλήνης και ευτυχίας, όπου πηγαίνουν οι ψυχές των ανθρώπων, όταν αυτοί πεθάνουν
     συνώνυμα: παράδεισο, Εδέμ
  2. (κατ’ επέκταση) τόπος μαγευτικός, πάρα πολύ όμορφος, ονειρεμένος
    αυτό το νησί είναι ένας πραγματικός παράδεισος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παράδεισος οἱ παράδεισοι
      γενική τοῦ παραδείσου τῶν παραδείσων
      δοτική τῷ παραδείσ τοῖς παραδείσοις
    αιτιατική τὸν παράδεισον τοὺς παραδείσους
     κλητική ! παράδεισε παράδεισοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραδείσω
γεν-δοτ τοῖν  παραδείσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παράδεισος < (άμεσο δάνειο) αρχαία περσική /αβεστική 𐬞𐬀𐬌𐬭𐬌𐬸𐬛𐬀𐬉𐬰𐬀 (pairi.daēza περίβολος, περίκλειστος χώρος) < 𐬞𐬀𐬌𐬭𐬌 (pairi περί) + 𐬛𐬀𐬉𐬰𐬀 (daēza τοίχος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dheig (μπήγω, στερεώνω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράδεισος αρσενικό (& παράδισος)

  1. περίφρακτος κατάφυτος λειμώνας (αρχικά Πέρση άρχοντα) με άγρια ζώα για κυνήγι
  2. (ελληνιστική σημασία , θρησκεία) κήπος της Εδέμ