παράδισος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | παράδισος | οἱ | παράδισοι |
γενική | τοῦ | παραδίσου | τῶν | παραδίσων |
δοτική | τῷ | παραδίσῳ | τοῖς | παραδίσοις |
αιτιατική | τὸν | παράδισον | τοὺς | παραδίσους |
κλητική ὦ! | παράδισε | παράδισοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραδίσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παραδίσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράδισος αρσενικό