παράδεισο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παράδεισο < παράδεισος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παράδεισο θηλυκό
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- της παράδεισος (γενική ενικού)
παράδεισο θηλυκό